- εγγαστρώνω
- και αγγαστρώνω (Μ ἐγγαστρώνω και ἐγγαστρῶ, -όω)γγαστρώνω, καθιστώ έγκυο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γγάστρι — το (Μ γάστρι) η εγκυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. γγάστρι, με σίγηση τού αρκτικού ε < εγγάστριον, ουδ. τού μτγν. επιθ. εγγάστριος* «αυτός που βρίσκεται στη γαστέρα, στην κοιλιά» (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, γγαστρώνω < μσν. εγγαστρώνω κ.ά.) κατ… … Dictionary of Greek
γγαστρώνω — 1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο 2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, η, ο α) (για γυναίκα) έγκυος β) για άντρα (κοιλαράς) γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» πολλές … Dictionary of Greek